αὐχήν,-ένος

αὐχήν,-ένος
N 3 0-3-0-1-1=5 Jos 7,8.12; 2 Chr 29,6; Ps 128(129),4; 3 Mc 4,8
neck, throat Ps 128(129),4
ἐπεὶ μετέβαλεν Ισραηλ αὐχένα when Israel turned their backs, when they fled Jos 7,8; ἔδωκαν αὐχένα
they gave (the Lord) the cold shoulder, they turned their back (on the Lord) 2 Chr 29,6

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυαύχην — ένος, ὁ, ἡ, ΜΑ πολυαύχενος μσν. αυτός που έχει πολύ ευτραφή αυχένα, χοντρό σβέρκο («ἐγκρίνουσι δὲ καὶ τοὺς μέγα τὸ χάσμα ἔχοντας, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς πολυαύχενας καὶ τοὺς πολυτραχήλους», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αὐχήν, ένος (πρβλ. ερι αύχην …   Dictionary of Greek

  • ριψαύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α 1. (για ίππο) αυτός που υψώνει ψηλά τον αυχένα 2. (για άνθρωπο) υπερήφανος, αλαζονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + αὐχήν, ένος (πρβλ. μεγαλ αύχην, στρεψ αύχην)] …   Dictionary of Greek

  • φριξαύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει ανορθωμένη χαίτη («κάπρον φριξαύχενα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + αὐχήν, ένος (πρβλ. καμπυλ αύχην, μεγαλ αύχην)] …   Dictionary of Greek

  • χλωραύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για αηδόνι) αυτός που έχει πράσινο αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + αὐχήν, ένος (πρβλ. μακρ αύχην, σκληρ αύχην)] …   Dictionary of Greek

  • τριαύχην — ενος, ὁ, ἡ, και τριαύχενος, ον, Α αυτός που έχει τρεις αυχένες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + αὐχήν, ένος (πρβλ. πολυ αύχην)] …   Dictionary of Greek

  • υψηλαύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α υψαύχενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + αὐχήν, ένος (πρβλ. ὑψ αύχην)] …   Dictionary of Greek

  • πλατυαύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πλατύ αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + αὐχήν, ένος] …   Dictionary of Greek

  • στρεψαύχην — ενος, ό, ἡ, Α 1. αυτός που στρέφει τον αυχένα 2. φρ. «κώθων στρεψαύχην» δοχείο με περιεστραμμένο λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αορ. ἐ στρεψ α τού στρέφω + αύχήν, ένος] …   Dictionary of Greek

  • αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… …   Dictionary of Greek

  • υψαύχενος — η, ο / ὑψαύχενος, ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, ενος, ὁ, ἡ, Α μτφ. υπεροπτικός, αλαζόνας, ακατάδεχτος αρχ. 1. (για άλογο) αυτός που κρατά ψηλά το κεφάλι 2. (για φιάλη) αυτός που έχει ψηλό λαιμό 3. (για κάθισμα) αυτός που έχει ψηλό ερεισίνωτο, ψηλή ράχη 4 …   Dictionary of Greek

  • σιμαύχην — ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει πλάγιο, λοξό αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «κυρτός» + αὐχήν, ένος (πρβλ. μακρ αύχην)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”